πατήματος

πατήματος
πάτημα
that which is trodden
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πατήτιον — τό, Μ [πατώ] (ως ένδειξη βεβηλώσεως) ίχνος πατήματος …   Dictionary of Greek

  • τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • χαμαιπάτιον — τὸ, Μ ίχνος πατήματος στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + πατῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”